- πετρελαιοφόρος
- -ο, θηλ. και -α, Ν1. αυτός που φέρει, που περιέχει πετρέλαιο (α. «πετρελαιοφόρος περιοχή» β. «πετρελαιοφόρα στρώματα»)2. αυτός που μεταφέρει πετρέλαιο (α. «πετρελαιοφόρος αγωγός» β. «πετρελαιοφόρο πλοίο»)3. το ουδ. ως ουσ. το πετρελαιοφόροπλοίο ειδικά κατασκευασμένο για τη μεταφορά πετρελαίου, δεξαμενόπλοιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πετρέλαιο + -φόρος (< φέρω), πρβλ. υδρο-φόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.